Βενεράλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Βενεράλια | ||
γενική | των | Βενεράλιων & Βενεραλίων | ||
αιτιατική | τα | Βενεράλια | ||
κλητική | Βενεράλια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βενεράλια < λατινική Veneralia < veneralis < Venus < πρωτοϊταλική *wenos (αγάπη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wenh₁- (αγαπώ)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒενεράλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θρησκεία) εορτή προς τιμήν της θεάς Αφροδίτης (Venus Verticordia ), που γιορταζόταν στην αρχαία Ρώμη στις καλένδες του Απριλίου (1 Απριλίου)