Βενεδικτίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βενεδικτίνη | οι | Βενεδικτίνες |
γενική | της | Βενεδικτίνης | των | (Βενεδικτινών) |
αιτιατική | τη | Βενεδικτίνη | τις | Βενεδικτίνες |
κλητική | Βενεδικτίνη | Βενεδικτίνες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βενεδικτίνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική Bénédictine < Bénédictin < bénédictin < λατινική benedictus < benedico < bene + dico
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒενεδικτίνη θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Βενεδικτίνη