Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βενεδίκτη οι Βενεδίκτες
      γενική της Βενεδίκτης των (Βενεδικτών)
    αιτιατική τη Βενεδίκτη τις Βενεδίκτες
     κλητική Βενεδίκτη Βενεδίκτες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βενεδίκτη < Βενεδικτίνη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βενεδίκτη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία