Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βασιλίνα οι Βασιλίνες
      γενική της Βασιλίνας των (Βασιλίνων)
    αιτιατική τη Βασιλίνα τις Βασιλίνες
     κλητική Βασιλίνα Βασιλίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βασιλίνα < Βασίλ(ης) + θηλυκό επίθημα -ίνα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.siˈli.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βα‐σι‐λί‐να

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βασιλίνα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. οικισμός της Εύβοιας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία