Αχλαδοπόταμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Αχλαδοπόταμο | τα | Αχλαδοπόταμα |
γενική | του | Αχλαδοπόταμου | των | Αχλαδοπόταμων |
αιτιατική | το | Αχλαδοπόταμο | τα | Αχλαδοπόταμα |
κλητική | Αχλαδοπόταμο | Αχλαδοπόταμα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.xla.ðoˈpo.ta.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐χλα‐δο‐πό‐τα‐μο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑχλαδοπόταμο ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Αχλαδοπόταμο