↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Αχλαδοπόταμο τα Αχλαδοπόταμα
      γενική του Αχλαδοπόταμου των Αχλαδοπόταμων
    αιτιατική το Αχλαδοπόταμο τα Αχλαδοπόταμα
     κλητική Αχλαδοπόταμο Αχλαδοπόταμα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αχλαδοπόταμο < αχλάδ(ι) ή αχλαδ(ιά) + -ο- + ποτάμ(ι) + -ο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.xla.ðoˈpo.ta.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐χλα‐δο‐πό‐τα‐μο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αχλαδοπόταμο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία