Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Αυλωνάρι τα Αυλωνάρια
      γενική του Αυλωναρίου των Αυλωναρίων
    αιτιατική το Αυλωνάρι τα Αυλωνάρια
     κλητική Αυλωνάρι Αυλωνάρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άποψη του Αυλωναρίου

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αυλωνάρι < αὐλών• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.vloˈna.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυ‐λω‐νά‐ρι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αυλωνάρι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία