Αρκουδοχωρίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Αρκουδοχωρίτης < Αρκουδοχώρ(ι) + -ίτης < αρκούδα, χωριό
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρκουδοχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Αρκουδοχωρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Αρκουδοχώρι ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αρκουδοχωρίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αρκουδοχωρίτης | οι | Αρκουδοχωρίτηδες |
γενική | του | Αρκουδοχωρίτη* | των | Αρκουδοχωρίτηδων |
αιτιατική | τον | Αρκουδοχωρίτη | τους | Αρκουδοχωρίτηδες |
κλητική | Αρκουδοχωρίτη | Αρκουδοχωρίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αρκουδοχωρίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αρκουδοχωρίτης < πατριδωνυμικό Αρκουδοχωρίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρκουδοχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Αρκουδοχωρίτη ή Αρκουδοχωρίτου)