Αγιομαμίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Αγιομαμίτης < (Άγιος Μάμας) Άγι(ος) + -ο- Μάμ(ας) + -ίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑγιομαμίτης αρσενικό (θηλυκό Αγιομαμίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τον Άγιο Μάμα ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αγιομαμίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αγιομαμίτης | οι | Αγιομαμίτηδες |
γενική | του | Αγιομαμίτη* | των | Αγιομαμίτηδων |
αιτιατική | τον | Αγιομαμίτη | τους | Αγιομαμίτηδες |
κλητική | Αγιομαμίτη | Αγιομαμίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αγιομαμίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αγιομαμίτης < πατριδωνυμικό Αγιομαμίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑγιομαμίτης αρσενικό (θηλυκό Αγιομαμίτη ή Αγιομαμίτου)