Αγιοβλασίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Αγιοβλασίτης < (Άγιος Βλάσιος) Άγι(ος) + -ο- Βλάσ(ιος) + -ίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αγιοβλασίτης αρσενικό (θηλυκό Αγιοβλασίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τον Άγιο Βλάσιο ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αγιοβλασίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αγιοβλασίτης | οι | Αγιοβλασίτηδες |
γενική | του | Αγιοβλασίτη* | των | Αγιοβλασίτηδων |
αιτιατική | τον | Αγιοβλασίτη | τους | Αγιοβλασίτηδες |
κλητική | Αγιοβλασίτη | Αγιοβλασίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αγιοβλασίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αγιοβλασίτης < πατριδωνυμικό Αγιοβλασίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αγιοβλασίτης αρσενικό (θηλυκό Αγιοβλασίτη ή Αγιοβλασίτου)