Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Αγιάνογλου οι Αγιάνογλοι
Αγιανογλαίοι
οι Αγιάνογλου
      γενική του/της Αγιάνογλου των Αγιάνογλων
Αγιανογλαίων
των Αγιάνογλου
    αιτιατική τον/την Αγιάνογλου τους Αγιάνογλους
Αγιανογλαίους
τους/τις Αγιάνογλου
     κλητική Αγιάνογλου Αγιάνογλοι
Αγιανογλαίοι
Αγιάνογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αγιάνογλου < προέλευσης από την οθωμανική τουρκική , اعیان (ayan, τοπάρχης, τοπικός ανώτερος αξιωματούχος) + اوغلی‎ (oğlu, -ογλου), στα τουρκικά Ayanoğlu

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αγιάνογλου αρσενικό ή θηλυκό

Μεταγραφές επεξεργασία