Δείτε επίσης: αγαρηνός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αγαρηνός οι Αγαρηνοί
      γενική του Αγαρηνού των Αγαρηνών
    αιτιατική τον Αγαρηνό τους Αγαρηνούς
     κλητική Αγαρηνέ Αγαρηνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αγαρηνός < ελληνιστική κοινή Ἀγαρηνός < Ἄγαρ < αρχαία εβραϊκή הָגָר (Hāġār)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣa.ɾiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐γα‐ρη‐νός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αγαρηνός αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Παραπέμπει στη βιβλική ιστορία του Ισμαήλ, υιού της Άγαρ, ο οποίος θεωρείται πρόγονος των Αράβων. Επίσης έχει την έννοια του μη νόμιμου κληρονόμου της περιουσίας του Αβραάμ, λόγος για τον οποίο εκδιώκεται (Γέν. 16).