Δείτε επίσης: Ἴλιον, ήλιον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Ίλιον
      γενική του Ιλίου
    αιτιατική το Ίλιον
     κλητική Ίλιον
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.li.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ί‐λι‐ον

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Ίλιον < αρχαία ελληνική Ἴλιον < αρχαία ελληνική Ἴλ(ος) + -ιον[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ίλιον ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Ίλιον < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ίλιον ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)