Ἴλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Ῑλῐο- | |||||
ονομαστική | τὸ | Ἴλιον | τὰ | Ἴλιᾰ | |
γενική | τοῦ | Ἰλίου1 & Ἰλιόφι (επικός) |
τῶν | Ἰλίων | |
δοτική | τῷ | Ἰλίῳ | τοῖς | Ἰλίοις | |
αιτιατική | τὸ | Ἴλιον | τὰ | Ἴλιᾰ | |
κλητική ὦ! | Ἴλιον | Ἴλιᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἰλίω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἰλίοιν | |||
*Ἰλίοο θεωρείται η αληθής γενική ενικού όπως Ἀιόλοο. Συνήθως στον ενικό. | |||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ῑ̓́λῐον < *Ϝίλῐον/Ϝίλῐος < προέλευσης από γλώσσες της Ανατολίας · χεττιτικά 𒃾𒇻𒊭 (Wi-lu-ša) (Βιλούσα)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαῙ̓́λῐον ουδέτερο
- Ίλιο / Ίλιον, ονομασία του κάστρου της Τροίας
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 295
- μὴ πρὶν παύειν χεῖρας ὁμοιΐου πολέμοιο,
πρὶν κατὰ Ἰλιόφι κλυτὰ τείχεα λαὸν ἐέλσαι
Τρωϊκόν, ὅς κε φύγῃσι·
- μὴ πρὶν παύειν χεῖρας ὁμοιΐου πολέμοιο,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 295
Παράγωγα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- η απώλεια του -σ- οφείλεται σε χεττιτικό τύπο χωρίς -σ-
- η παρουσία του δίγαμμα είναι βέβαιη από τον Όμηρο
Πηγές
επεξεργασία- Ἴλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.