'γαθεμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | 'γαθεμός | οι | 'γαθεμοί |
γενική | του | 'γαθεμού | των | 'γαθεμών |
αιτιατική | τον | 'γαθεμό | τους | 'γαθεμούς |
κλητική | 'γαθεμέ | 'γαθεμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣa.θeˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : 'γα‐θε‐μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία'γαθεμός αρσενικό (ιδιωματικό, Κάλυμνος)
- αφηρημάδα, περισπασμός, έλλειψη προσοχής
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αγαθός