verber
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- verber < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
verber ουδέτερο
- μαστίγιο
- nudari iubet verberaque adferri (Titus Livius, Ab urbe condita, 8, 28, 4)
- διέταξε να τον γυμνώσουν και να τον μαστιγώσουν
- nudari iubet verberaque adferri (Titus Livius, Ab urbe condita, 8, 28, 4)
- μαστίγωμα, πληγή, ράπισμα, μάστιγα
- χτύπημα, κρούση
- ράβδος
- ο ιμάντας της σφεντόνας
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | verber | verberă |
γενική | verberis | verberum |
δοτική | verberī | verberĭbus |
αιτιατική | verber | verberă |
κλητική | verber | verberă |
αφαιρετική | verbere | verberĭbus |
Σημειώσεις επεξεργασία
Ο ενικός δε βρίσκεται συχνά, ιδίως οι πτώσεις ονομαστική, δοτική και αιτιατική ενικού δεν βρίσκονται καθόλου στα λατινικά κείμενα.
Συγγενικά επεξεργασία
|
Εκφράσεις επεξεργασία
- a verbis ad verbera (=απ' τα λόγια στα χτυπήματα = όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος)
- post verba verbera (=μετά τα λόγια, τα χτυπήματα = όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος)
- linquae verbera (=(κυριολεκτικά) οι μαστιγώσεις του λόγου = (μεταφορικά) οι επιπλήξεις)