Ουσιαστικό

επεξεργασία

croquet (en)

  1. (παιχνίδι) κροκέ (το παιχνίδι, βολή σε αυτό το παιχνίδι)
  2. η κροκέτα



  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. croquet < croquer
  2. croquet < (άμεσο δάνειο) αγγλική croquet < μέση γαλλική croquet, απότομο χτύπημα < croquer, χτυπώ
  3. croquet, παραλλαγή του crochet

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʁɔ.kɛ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
croquet croquets

croquet (fr) αρσενικό

  1. λεπτό τραγανό μπισκότο με αμύγδαλα
     συνώνυμα: croquant
  2. το παιχνίδι κροκέ
  3. μικρό διακοσμητικό γαλόνι με σχήματα κυμάτων, που χρησιμοποιείται στη ραπτική