croquet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcroquet (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- croquet < croquer
- croquet < (άμεσο δάνειο) αγγλική croquet < μέση γαλλική croquet, απότομο χτύπημα < croquer, χτυπώ
- croquet, παραλλαγή του crochet
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
croquet | croquets |
croquet (fr) αρσενικό