ενικός         πληθυντικός  
bagatelle bagatelles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bagatelle (en)

  1. πράγμα μικρής αξίας και χρησιμότητας

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
bagatelle < ιταλική bagatello, ταχυδακτυλουργία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.ɡa.tɛl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bagatelle (fr) θηλυκό

  1. πράγμα μικρής αξίας και χρησιμότητας
    Il dépense tout son argent en bagatelles.
    Il m’a fait présent de quelques bagatelles.
  2. (κατ’ επέκταση) πράγματα με μικρότερη σημασία απ' ό,τι μερικοί τους αποδίδουν
    Il ne s’amuse qu’à des bagatelles.
    Il ne dit, il ne conte que des bagatelles.
    La moindre bagatelle suffit pour le divertir.
    S’amuser à la bagatelle, s’occuper de toute autre chose que de ses devoirs.
    Vous voilà bien embarrassé pour une bagatelle.
    Ils se sont brouillés pour une bagatelle.
    Ma blessure n’est qu’une bagatelle en comparaison de celle qu’il a reçue.
    Les bagatelles de la porte λέγεται για την πρόσκληση που κάνουν στο κοινό για να μπει σε ένα θέαμα
    S’amuser aux bagatelles de la porte, χάνω τον καιρό μου σε δευτερεύοντα πράγματα αντί να ασχολούμαι με τα κυριότερα
  3. (οικείο) συνουσία· έρωτας
    Aimer la bagatelle, ne songer qu’à la bagatelle, n’être occupé que d’amourettes.
  4. επιφώνημα που εκφράζει την αμφιβολία, την αβεβαιότητα, ή την αδιαφορία απέναντι σε μια απειλή
    Il prétend qu’il me fera un procès : bagatelle !
    Il me maltraitera, dites-vous : bagatelle !

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία