Zwanziger
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Zwanziger | die | Zwanziger |
γενική | des | Zwanzigers | der | Zwanziger |
δοτική | dem | Zwanziger | den | Zwanzigern |
αιτιατική | den | Zwanziger | die | Zwanziger |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Zwanziger < zwanzig • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: για το νόμισμα: ↷ νέα ελληνικά: σφάντζικα, σφάντζικο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈt͡svant͡sɪɡɐ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαZwanziger (de) αρσενικό
- (στον πληθυντικό) η δεκαετία του '20 (σε οποιοδήποτε αιώνα)
- (στον πληθυντικό) η ηλικία των 20
- (νόμισμα, παρωχημένο) εικοσάρι, κέρμα ή χαρτονόμισμα των 20 της νομισματικής μονάδας Gulden (φιορίνια) της Αυστροουγγαρίας από το 1754 έως το 1892, οπότε αντικαταστάθηκε από την κορόνα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαZwanziger αρσενικό ή θηλυκό