↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Zwanziger die Zwanziger
γενική des Zwanzigers der Zwanziger
δοτική dem Zwanziger den Zwanzigern
αιτιατική den Zwanziger die Zwanziger

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Zwanziger < zwanzig • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: για το νόμισμα: νέα ελληνικά: σφάντζικα, σφάντζικο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈt͡svant͡sɪɡɐ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Zwanziger (de) αρσενικό

  1. (στον πληθυντικό) η δεκαετία του '20 (σε οποιοδήποτε αιώνα)
  2. (στον πληθυντικό) η ηλικία των 20
  3. (νόμισμα, παρωχημένο) εικοσάρι, κέρμα ή χαρτονόμισμα των 20 της νομισματικής μονάδας Gulden (φιορίνια) της Αυστροουγγαρίας από το 1754 έως το 1892, οπότε αντικαταστάθηκε από την κορόνα


  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Zwanziger αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]