Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsfan.d͡zi.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφάν‐τζι‐κα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφάντζικα οι σφάντζικες
      γενική της σφάντζικας των σφάντζικων
    αιτιατική τη σφάντζικα τις σφάντζικες
     κλητική σφάντζικα σφάντζικες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

σφάντζικα ουδέτερο

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σφάντζικα ουδέτερο