Orange
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Orange | die | Orangen |
γενική | der | Orange | der | Orangen |
δοτική | der | Orange | den | Orangen |
αιτιατική | die | Orange | die | Orangen |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Orange < (άμεσο δάνειο) γαλλική orange < παλαιά γαλλική (pomme d') orange < παλαιά ιταλική arancia < αραβική نارنج (nāranj) < περσική نارنگ (nārang) [1] [2] < σανσκριτική नारङ्ग (nāraṅga)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαOrange (de) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Orange στη γερμανική Βικιπαίδεια