Ding
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Ding | die | Dinge |
γενική | des | Dings Dinges |
der | Dinge |
δοτική | dem | Ding Dinge |
den | Dingen |
αιτιατική | das | Ding | die | Dinge |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ding < από πρωτογερμανική ρίζα, συγγενές με το αγγλικό thing
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαDing (de) ουδέτερο
- πράγμα, αντικείμενο
- (ιστορικά) λαϊκή συνέλευση στα αρχαία γερμανικά φύλα
Συνώνυμα
επεξεργασία
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ding < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαDing αρσενικό
- ανδρικό όνομα
Πηγές
επεξεργασία- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [1], φύλλο Miehet kaikki
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ding < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαDing αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]