-όνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -όνη | οι | -όνες |
γενική | της | -όνης | των | -ονών |
αιτιατική | τη(ν) | -όνη | τις | -όνες |
κλητική | -όνη | -όνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -όνη < (λόγιο δάνειο) γαλλική -one[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ό‐νη
Επίθημα
επεξεργασία-όνη θηλυκό
- (χημεία) επίθημα ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε οργανικές ενώσεις που ανήκουν στις κετόνες
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-όνη" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -όνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)