-ωρυχείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -ωρυχείο | τα | -ωρυχεία |
γενική | του | -ωρυχείου | των | -ωρυχείων |
αιτιατική | το | -ωρυχείο | τα | -ωρυχεία |
κλητική | -ωρυχείο | -ωρυχεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ωρυχείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ωρυχεῖον < -ωρύχος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ɾiˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ω‐ρυ‐χεί‐ο
Επίθημα
επεξεργασία-ωρυχείο ουδέτερο
- δεύτερο συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε χώρο εξόρυξης του αναφερόμενου στο πρώτο συνθετικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ωρυχείο" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -ωρυχείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)