Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὠνηθείς ὠνηθεῖσ τὸ ὠνηθέν
      γενική τοῦ ὠνηθέντος τῆς ὠνηθείσης τοῦ ὠνηθέντος
      δοτική τῷ ὠνηθέντ τῇ ὠνηθείσ τῷ ὠνηθέντ
    αιτιατική τὸν ὠνηθέντ τὴν ὠνηθεῖσᾰν τὸ ὠνηθέν
     κλητική ! ὠνηθείς ὠνηθεῖσ ὠνηθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὠνηθέντες αἱ ὠνηθεῖσαι τὰ ὠνηθέντ
      γενική τῶν ὠνηθέντων τῶν ὠνηθεισῶν τῶν ὠνηθέντων
      δοτική τοῖς ὠνηθεῖσῐ(ν) ταῖς ὠνηθείσαις τοῖς ὠνηθεῖσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ὠνηθέντᾰς τὰς ὠνηθείσᾱς τὰ ὠνηθέντ
     κλητική ! ὠνηθέντες ὠνηθεῖσαι ὠνηθέντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὠνηθέντε τὼ ὠνηθείσ τὼ ὠνηθέντε
      γεν-δοτ τοῖν ὠνηθέντοιν τοῖν ὠνηθείσαιν τοῖν ὠνηθέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυθείς' όπως «λυθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ὠνηθείς