γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὑποφώσκων ὑποφώσκουσ τὸ ὑποφῶσκον
      γενική τοῦ ὑποφώσκοντος τῆς ὑποφωσκούσης τοῦ ὑποφώσκοντος
      δοτική τῷ ὑποφώσκοντ τῇ ὑποφωσκούσ τῷ ὑποφώσκοντ
    αιτιατική τὸν ὑποφώσκοντ τὴν ὑποφώσκουσᾰν τὸ ὑποφῶσκον
     κλητική ! ὑποφώσκων ὑποφώσκουσ ὑποφῶσκον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὑποφώσκοντες αἱ ὑποφώσκουσαι τὰ ὑποφώσκοντ
      γενική τῶν ὑποφωσκόντων τῶν ὑποφωσκουσῶν τῶν ὑποφωσκόντων
      δοτική τοῖς ὑποφώσκουσῐ(ν) ταῖς ὑποφωσκούσαις τοῖς ὑποφώσκουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ὑποφώσκοντᾰς τὰς ὑποφωσκούσᾱς τὰ ὑποφώσκοντ
     κλητική ! ὑποφώσκοντες ὑποφώσκουσαι ὑποφώσκοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑποφώσκοντε τὼ ὑποφωσκούσ τὼ ὑποφώσκοντε
      γεν-δοτ τοῖν ὑποφωσκόντοιν τοῖν ὑποφωσκούσαιν τοῖν ὑποφωσκόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λήγων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ὑποφώσκων, -ουσα, -ον

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ὑποφώσκω
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ τὸν ἀέρα, 25.5
    Διὰ τί ὑποφωσκούσης ἕω καὶ ἤδη πρωῒ μᾶλλόν ἐστι ψῦχος ἢ τῆς νυκτός, ἐγγυτέρω ὄντος τοῦ ἡλίου ἡμῶν; ἢ ὅτι πρὸς ἡμέραν δρόσος καὶ πάχνη πίπτει, ταῦτα δέ ἐστι ψυχρά·
    ※  1ος πκε αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 13, 111.2 @scaife.perseus
    οὗτοι μὲν οὖν ἤδη τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης ἀφώρμησαν πρὸς τοὺς περὶ τὸν Διονύσιον, οἱ δὲ Καρχηδόνιοι διαισθόμενοι τὸ γεγονὸς μετεστρατοπέδευσαν εἰς τὴν πόλιν καὶ τὰ περιλειφθέντα κατὰ τὰς οἰκίας διήρπασαν.