ὑποδιδάσκαλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὑποδιδάσκαλος < ὑπο- + διδάσκαλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑποδιδάσκαλος αρσενικό
- (εκπαίδευση, επάγγελμα) δάσκαλος κατώτερου βαθμού ο οποίος δίδασκε κυρίως τον χορό
Πηγές
επεξεργασία- ὑποδιδάσκαλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑποδιδάσκαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.