υποδιδάσκαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποδιδάσκαλος < αρχαία ελληνική ὑποδιδάσκαλος. Συγχρονικά αναλύεται σε υπο- + διδάσκαλος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.ðiˈða.ska.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐δι‐δά‐σκα‐λος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποδιδάσκαλος αρσενικό
- (εκπαίδευση, επάγγελμα, παρωχημένο) δάσκαλος κατώτερου βαθμού σε σχολείο με μικρό αριθμό μαθητών, ο γραμματοδιδάσκαλος
- ※ Τὸ 1847 - 1848 ἔχουμε γιὰ πρώτη φορὰ μνεία ὑποδιδασκάλου. Οἱ ὑποδιδάσκαλοι δὲν εἶχαν εἰδικὲς γνώσεις καὶ διορίζονταν βοηθοὶ τῶν δασκάλων.
- Βούλα Κόντη, Ο κώδικας της Εκκλησίας του Αγίου Αχιλλείου. Ειδήσεις για τα σχολεία της Λάρισας στον 19ο αιώνα. Ο Ερανιστής, 14, 1977, σσ. 185-202.
- ※ Τὸ 1847 - 1848 ἔχουμε γιὰ πρώτη φορὰ μνεία ὑποδιδασκάλου. Οἱ ὑποδιδάσκαλοι δὲν εἶχαν εἰδικὲς γνώσεις καὶ διορίζονταν βοηθοὶ τῶν δασκάλων.
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποδιδάσκαλος
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- υποδιδάσκαλος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)