Δείτε επίσης: Οξύνεια, οξύνοια

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ὀξύνει
      γενική τῆς Ὀξυνείᾱς
      δοτική τῇ Ὀξυνεί
    αιτιατική τὴν Ὀξύνειᾰν
     κλητική ! Ὀξύνει
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Ὀξύνεια < ὀξύς + νειόςὀξύς + νέομαι)

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Ὀξύνεια θηλυκό