καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὀψοφυλάκιον τὰ ὀψοφυλάκια
      γενική τοῦ ὀψοφυλακίου τῶν ὀψοφυλακίων
      δοτική τῷ ὀψοφυλακί τοῖς ὀψοφυλακίοις
    αιτιατική τὸ ὀψοφυλάκιον τὰ ὀψοφυλάκια
     κλητική ! ὀψοφυλάκιον ὀψοφυλάκια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀψοφυλάκιον < αρχαία ελληνική ὄψ(ον) + -ο- + ελληνιστική κοινή φυλάκιον / αρχαία ελληνική φῠλᾰκεῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀψοφυλάκιον, -ου ουδέτερο