ὀψοφυλάκιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὀψοφυλάκιον | τὰ | ὀψοφυλάκια | ||||
γενική | τοῦ | ὀψοφυλακίου | τῶν | ὀψοφυλακίων | ||||
δοτική | τῷ | ὀψοφυλακίῳ | τοῖς | ὀψοφυλακίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ὀψοφυλάκιον | τὰ | ὀψοφυλάκια | ||||
κλητική ὦ! | ὀψοφυλάκιον | ὀψοφυλάκια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀψοφυλάκιον < αρχαία ελληνική ὄψ(ον) + -ο- + ελληνιστική κοινή φυλάκιον / αρχαία ελληνική φῠλᾰκεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀψοφυλάκιον, -ου ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .