Δείτε επίσης: οφίτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀφίτης οἱ ὀφῖται
      γενική τοῦ ὀφίτου τῶν ὀφιτῶν
      δοτική τῷ ὀφίτ τοῖς ὀφίταις
    αιτιατική τὸν ὀφίτην τοὺς ὀφίτᾱς
     κλητική ! ὀφῖτ ὀφῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀφίτ
γεν-δοτ τοῖν  ὀφίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀφίτης < ὄφ(ις) + -ίτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀφίτης αρσενικό