ὀφίτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὀφίτης | οἱ | ὀφῖται |
γενική | τοῦ | ὀφίτου | τῶν | ὀφιτῶν |
δοτική | τῷ | ὀφίτῃ | τοῖς | ὀφίταις |
αιτιατική | τὸν | ὀφίτην | τοὺς | ὀφίτᾱς |
κλητική ὦ! | ὀφῖτᾰ | ὀφῖται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀφίτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀφίταιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὀφίτης αρσενικό
- που είναι από ή μοιάζει με φίδι
- (ειδικότερα) (ορυκτολογία) ο οφίτης ή σερπεντίνης λίθος
Πηγές
επεξεργασία- ὀφίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.