→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀκτώπους τὸ ὀκτώπουν
      γενική τοῦ/τῆς ὀκτώποδος τοῦ ὀκτώποδος
      δοτική τῷ/τῇ ὀκτώπόδ τῷ ὀκτώποδ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀκτώποδ τὸ ὀκτώπουν
     κλητική ! ὀκτώπους ὀκτώπουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀκτώποδες τὰ ὀκτώποδ
      γενική τῶν ὀκτωπόδων τῶν ὀκτωπόδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀκτώποσῐ(ν) τοῖς ὀκτώποσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀκτώποδᾰς τὰ ὀκτώποδ
     κλητική ! ὀκτώποδες ὀκτώποδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀκτώποδε τὼ ὀκτώποδε
      γεν-δοτ τοῖν ὀκτωπόδοιν τοῖν ὀκτωπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀκτώπους < ὀκτώ + -πους

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀκτώπους, -ους, -ουν

  1. (ως ουσιαστικό) άλλη μορφή του ὀκτάπους, χταπόδι
  2. που έχει μήκος οκτώ πόδια

Δείτε επίσης

επεξεργασία