γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ών ἰοῦσ τὸ ἰόν
      γενική τοῦ ἰόντος τῆς ἰούσης τοῦ ἰόντος
      δοτική τῷ ἰόντ τῇ ἰούσ τῷ ἰόντ
    αιτιατική τὸν ἰόντ τὴν ἰούσᾰν τὸ ἰόν
     κλητική ! ών ἰοῦσ ἰόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἰόντες αἱ ἰοῦσαι τὰ ἰόντ
      γενική τῶν ἰόντων τῶν ἰουσῶν τῶν ἰόντων
      δοτική τοῖς ἰοῦσῐ(ν) ταῖς ἰούσαις τοῖς ἰοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἰόντᾰς τὰς ἰούσᾱς τὰ ἰόντ
     κλητική ! ἰόντες ἰοῦσαι ἰόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἰόντε τὼ ἰούσ τὼ ἰόντε
      γεν-δοτ τοῖν ἰόντοιν τοῖν ἰούσαιν τοῖν ἰόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἰών