ἰυγμός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἰυγμός | οἱ | ἰυγμοί |
γενική | τοῦ | ἰυγμοῦ | τῶν | ἰυγμῶν |
δοτική | τῷ | ἰυγμῷ | τοῖς | ἰυγμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἰυγμόν | τοὺς | ἰυγμούς |
κλητική ὦ! | ἰυγμέ | ἰυγμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰυγμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰυγμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἰυγμός < ἰύζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἰυγμός, -οῦ θηλυκό
- κραυγή χαράς ή πόνου, στριγγλιά, ουρλιαχτό
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 572 (569-572)
- τοῖσιν δ᾽ ἐν μέσσοισι πάϊς φόρμιγγι λιγείῃ | ἱμερόεν κιθάριζε, λίνον δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄειδε | λεπταλέῃ φωνῇ· τοὶ δὲ ῥήσσοντες ἁμαρτῇ | μολπῇ τ᾽ ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο.
- Γλυκιάν κιθάραν έπαιζε στην μέσην τους αγόρι | και με την λυγερή λαλιά τον λίνον τραγουδούσε | μελωδικά, και όλοι μαζί τριγύρω του εσκιρτούσαν | και τες φωνές τους έσμιγαν με το γλυκό τραγούδι.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τοῖσιν δ᾽ ἐν μέσσοισι πάϊς φόρμιγγι λιγείῃ | ἱμερόεν κιθάριζε, λίνον δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄειδε | λεπταλέῃ φωνῇ· τοὶ δὲ ῥήσσοντες ἁμαρτῇ | μολπῇ τ᾽ ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 126
- [ΔΗ.] τί δῆτ᾽ ἰυγμῶν ἥδ᾽ ἐδεῖτο συμφορά;
- [ΔΗΜ.] Μα οι κλάψες τί τους χρειάζονταν στη συφορά τους;
- Μετάφραση (1913): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- [ΔΗ.] τί δῆτ᾽ ἰυγμῶν ἥδ᾽ ἐδεῖτο συμφορά;
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 572 (569-572)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ἰύζω
Πηγές επεξεργασία
- ἰυγμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰυγμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.