Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰυγμός οἱ ἰυγμοί
      γενική τοῦ ἰυγμοῦ τῶν ἰυγμῶν
      δοτική τῷ ἰυγμ τοῖς ἰυγμοῖς
    αιτιατική τὸν ἰυγμόν τοὺς ἰυγμούς
     κλητική ! ἰυγμέ ἰυγμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰυγμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἰυγμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰυγμός < ἰύζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἰυγμός, -οῦ θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία