Δείτε επίσης: Ἰκτῖνος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰκτῖνος οἱ ἰκτῖνοι
      γενική τοῦ ἰκτίνου τῶν ἰκτίνων
      δοτική τῷ ἰκτίν τοῖς ἰκτίνοις
    αιτιατική τὸν ἰκτῖνον τοὺς ἰκτίνους
     κλητική ! ἰκτῖνε ἰκτῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰκτίνω
γεν-δοτ τοῖν  ἰκτίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰκτῖνος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἰκτῖνος, -ου αρσενικό

  1. (πτηνό) είδος αρπακτικού πτηνού, είδος γερακιού, περδικογέρακο
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1100 (1099-1100)
    φράζεο δή, μή πώς σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας | ἰκτῖνος μάρψῃ
    Πρόσεξε μήπως, με δόλο απατώντας το νου σου, κανένα | περδικογέρακο αρπάξει…
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1624 (1622-1625)
    ὅταν διαριθμῶν ἀργυρίδιον τύχῃ | ἅνθρωπος οὗτος, ἢ καθῆται λούμενος, | καταπτόμενος ἰκτῖνος ἁρπάσας λάθρᾳ | προβάτοιν δυοῖν τιμὴν ἀνοίσει τῷ θεῷ.
    Λεφτά σα θα μετράει αυτός ο κύριος | ή καθιστός θα παίρνει το λουτρό του, | ένα όρνιο ξαφνικά θα ορμά, θ᾽ αρπάζει | δυο προβάτων το αντίτιμο, κι επάνω | στο θεό θα το πηγαίνει.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 892 (891-892)
    οὐχ ὁρᾷς ὅτι | ἰκτῖνος εἷς ἂν τοῦτό γ᾽ οἴχοιθ᾽ ἁρπάσας;
    Αυτό, κι ένα γεράκι μόνο νά ᾽ρθει, | σε μια στιγμή τ᾽ αρπάζει και το χάφτει.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  2. (θηλαστικό ζώο) είδος λύκου