Ἐπιδαύριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἐπιδαύριος < Ἐπίδαυρ(ος) + -ιος
Επίθετο
επεξεργασίαἘπιδαύριος, -α, -ον
- (πατριδωνυμικό) που κατάγεται από την Επίδαυρο (Ἐπίδαυρος)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Ἐπίδαυρος
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἐπιδαύριος | οἱ | Ἐπιδαύριοι |
γενική | τοῦ | Ἐπιδαυρίου | τῶν | Ἐπιδαυρίων |
δοτική | τῷ | Ἐπιδαυρίῳ | τοῖς | Ἐπιδαυρίοις |
αιτιατική | τὸν | Ἐπιδαύριον | τοὺς | Ἐπιδαυρίους |
κλητική ὦ! | Ἐπιδαύριε | Ἐπιδαύριοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐπιδαυρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἐπιδαυρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ἐπιδαύριος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- Ἐπιδαύριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- J-S Balzat, R. W. V. Catling, É. Chiricat and F. Marchand 2014 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.B: Coastal Asia Minor. Caria to Cilicia, Oxford: Oxford University Press