Δείτε επίσης: Επιδαύρια, Ἐπιδαύρια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐπιδαυρί αἱ Ἐπιδαυρίαι
      γενική τῆς Ἐπιδαυρίᾱς τῶν Ἐπιδαυριῶν
      δοτική τῇ Ἐπιδαυρί ταῖς Ἐπιδαυρίαις
    αιτιατική τὴν Ἐπιδαυρίᾱν τὰς Ἐπιδαυρίᾱς
     κλητική ! Ἐπιδαυρί Ἐπιδαυρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐπιδαυρί
γεν-δοτ τοῖν  Ἐπιδαυρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἐπιδαυρία < Ἐπίδαυρ(ος) + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἐπιδαυρία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία