Δείτε επίσης: έχεις, ἔχεις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἐχῐ-, ἐχε- (-ῑς στον ⌘Νίκανδρο, Θηριακά)
ονομαστική ἔχῐς οἱ ἔχεις
      γενική τοῦ ἔχεως
ἔχιος
τῶν ἔχεων
ἐχίων
      δοτική τῷ ἔχει τοῖς ἔχεσῐ(ν)
ἔχίεσσι(ν)
    αιτιατική τὸν ἔχῐν τοὺς ἔχιας
ἔχεις
     κλητική ! ἔχῐ ἔχεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἔχει
γεν-δοτ τοῖν  ἐχέοιν
Θηλυκό στον Οππιανό.
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔχις < παραδοσιακά συνδέεται με την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁égʰis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁eǵhi-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἔχις, -εως/ιος αρσενικό (θηλυκό στον Οππιανό, 2ος αιώνας κε)

  1. (φίδι) έχιδνα, οχιά
    ※  ως θηλυκό: 2ος/3ος↓ αιώνας Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 1.569-1.570 @scaife.perseus
    ἔχιος δὲ κάρη κατέδεκτο χανοῦσα νύμφη φυσιόωσα·
    ※  6ος↑ αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Ἔχις καὶ ὕδρος, 92.1
    ἔχις φοιτῶν ἐπί τινα κρήνην ἔπινε.
    Ήταν μια οχιά που το είχε συνήθειο να πηγαίνει σε ορισμένη κρήνη και να πίνει από εκεί.
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr Απόσπασμα από το μύθο: Η οχιά και η νεροφίδα.
  2. (μεταφορικά) συκοφάντης
  3. (φυτό) το φυτό Echium plantagineum
     συνώνυμα: ἔχιον

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία