ἔξαιτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔξαιτος | τὸ | ἔξαιτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐξαίτου | τοῦ | ἐξαίτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐξαίτῳ | τῷ | ἐξαίτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔξαιτον | τὸ | ἔξαιτον | ||
κλητική ὦ! | ἔξαιτε | ἔξαιτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔξαιτοι | τὰ | ἔξαιτᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐξαίτων | τῶν | ἐξαίτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐξαίτοις | τοῖς | ἐξαίτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐξαίτους | τὰ | ἔξαιτᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἔξαιτοι | ἔξαιτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐξαίτω | τὼ | ἐξαίτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐξαίτοιν | τοῖν | ἐξαίτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔξαιτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἔξαιτος, -ος, -ον
- περιζήτητος, πολυπόθητος, εκλεκτός, εξαίρετος, εξαίσιος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 320 (στίχοι 318-320)
- οὐ μὰν ἀκλεέες Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν | ἡμέτεροι βασιλῆες, ἔδουσί τε πίονα μῆλα | οἶνόν τ᾽ ἔξαιτον μελιηδέα·
- Όχι, καθόλου αδόξαστοι δεν είναι οι βασιλείς μας, | που την Λυκίαν κυβερνούν κι εάν ερίφια τρώγουν | και πίνουν διαλεκτό κρασί,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οὐ μὰν ἀκλεέες Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν | ἡμέτεροι βασιλῆες, ἔδουσί τε πίονα μῆλα | οἶνόν τ᾽ ἔξαιτον μελιηδέα·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 320 (στίχοι 318-320)
Πηγές
επεξεργασία- ἔξαιτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔξαιτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.