→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔξαιτος τὸ ἔξαιτον
      γενική τοῦ/τῆς ἐξαίτου τοῦ ἐξαίτου
      δοτική τῷ/τῇ ἐξαίτ τῷ ἐξαίτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔξαιτον τὸ ἔξαιτον
     κλητική ! ἔξαιτε ἔξαιτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔξαιτοι τὰ ἔξαιτ
      γενική τῶν ἐξαίτων τῶν ἐξαίτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐξαίτοις τοῖς ἐξαίτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐξαίτους τὰ ἔξαιτ
     κλητική ! ἔξαιτοι ἔξαιτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐξαίτω τὼ ἐξαίτω
      γεν-δοτ τοῖν ἐξαίτοιν τοῖν ἐξαίτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔξαιτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἔξαιτος, -ος, -ον