Δείτε επίσης: ἐφήμερος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐφίμερος τὸ ἐφίμερον
      γενική τοῦ/τῆς ἐφιμέρου τοῦ ἐφιμέρου
      δοτική τῷ/τῇ ἐφιμέρ τῷ ἐφιμέρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐφίμερον τὸ ἐφίμερον
     κλητική ! ἐφίμερε ἐφίμερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐφίμεροι τὰ ἐφίμερ
      γενική τῶν ἐφιμέρων τῶν ἐφιμέρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐφιμέροις τοῖς ἐφιμέροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐφιμέρους τὰ ἐφίμερ
     κλητική ! ἐφίμεροι ἐφίμερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐφιμέρω τὼ ἐφιμέρω
      γεν-δοτ τοῖν ἐφιμέροιν τοῖν ἐφιμέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐφίμερος < (ἐπί) ἐφ- + ἵμερος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐφίμερος, -ος, -ον

  • επιθυμητός, ποθητός, αγαπητός
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 132 (129-132)
    γείνατο δ᾽ οὔρεα μακρά, θεᾶν χαρίεντας ἐναύλους | Νυμφέων, αἳ ναίουσιν ἀν᾽ οὔρεα βησσήεντα, | ἠδὲ καὶ ἀτρύγετον πέλαγος τέκεν οἴδματι θυῖον, | Πόντον, ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου·
    Γέννησε και τα όρη τα ψηλά, τις όλο χάρη κατοικίες των θεών Νυμφών | που κατοικούνε στα βουνά τα φαραγγώδη, | μα και το πέλαγος το άκαρπο γέννησε που ορμάει με το κύμα, | τον Πόντο, δίχως ζευγάρωμα ευφρόσυνο.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 15 (14-15)
    ἔνθ᾽ ὅ γε δώματ᾽ ἔναιε σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι | νόσφιν ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου,
    Σπίτι είχε εκεί μαζί με τη σεβάσμια γυναίκα του, | μα δίχως έρωτα μαζί της ποθητό να κάνει.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1375 (1375-1376)
    ἀλλ᾽ ἡ τέκνων δῆτ᾽ ὄψις ἦν ἐφίμερος, | βλαστοῦσ᾽ ὅπως ἔβλαστε, προσλεύσσειν ἐμοί;
    Και πώς τα προσωπάκια των παιδιών τα ποθητά θα κοίταζα, | αφού θα το ᾽ξερα ποιός τα ᾽σπειρε και πού φυτρώσαν.
    Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία