ἐφίμερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐφίμερος, -ος, -ον
- επιθυμητός, ποθητός, αγαπητός
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 132 (129-132)
- γείνατο δ᾽ οὔρεα μακρά, θεᾶν χαρίεντας ἐναύλους | Νυμφέων, αἳ ναίουσιν ἀν᾽ οὔρεα βησσήεντα, | ἠδὲ καὶ ἀτρύγετον πέλαγος τέκεν οἴδματι θυῖον, | Πόντον, ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου·
- Γέννησε και τα όρη τα ψηλά, τις όλο χάρη κατοικίες των θεών Νυμφών | που κατοικούνε στα βουνά τα φαραγγώδη, | μα και το πέλαγος το άκαρπο γέννησε που ορμάει με το κύμα, | τον Πόντο, δίχως ζευγάρωμα ευφρόσυνο.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- γείνατο δ᾽ οὔρεα μακρά, θεᾶν χαρίεντας ἐναύλους | Νυμφέων, αἳ ναίουσιν ἀν᾽ οὔρεα βησσήεντα, | ἠδὲ καὶ ἀτρύγετον πέλαγος τέκεν οἴδματι θυῖον, | Πόντον, ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 15 (14-15)
- ἔνθ᾽ ὅ γε δώματ᾽ ἔναιε σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι | νόσφιν ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου,
- Σπίτι είχε εκεί μαζί με τη σεβάσμια γυναίκα του, | μα δίχως έρωτα μαζί της ποθητό να κάνει.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἔνθ᾽ ὅ γε δώματ᾽ ἔναιε σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι | νόσφιν ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1375 (1375-1376)
- ἀλλ᾽ ἡ τέκνων δῆτ᾽ ὄψις ἦν ἐφίμερος, | βλαστοῦσ᾽ ὅπως ἔβλαστε, προσλεύσσειν ἐμοί;
- Και πώς τα προσωπάκια των παιδιών τα ποθητά θα κοίταζα, | αφού θα το ᾽ξερα ποιός τα ᾽σπειρε και πού φυτρώσαν.
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 132 (129-132)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἵμερος
Πηγές
επεξεργασία- ἐφίμερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐφίμερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.