Δείτε επίσης: ερυγή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐρυγή αἱ ἐρυγαί
      γενική τῆς ἐρυγῆς τῶν ἐρυγῶν
      δοτική τῇ ἐρυγ ταῖς ἐρυγαῖς
    αιτιατική τὴν ἐρυγήν τὰς ἐρυγᾱ́ς
     κλητική ! ἐρυγή ἐρυγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐρυγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐρυγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐρυγή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐρυγή, -ῆς θηλυκό

  1. βρυχηθμός
  2. (ιατρική) ρέψιμο
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ φυσῶν (De flatibus), 7, p. 100, @scaife.perseus
    ἐρυγαὶ γὰρ γίνονται μετὰ τὰ σιτία καὶ τὰ ποτὰ τοῖσι πλείστοισιν· ἀνατρέχει γὰρ ὁ κατακλεισθεὶς ἀὴρ, ὁκόταν ἀναῤῥήξῃ τὰς πομφόλυγας, ἐν ᾗσι κρύπτεται.
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De symptomatum differentiis, 5, p.76 @scaife.perseus
    καὶ μὲν δὴ κᾀν ταῖς ἐρυγαῖς ἔστιν εὑρεῖν ταὐτὸ τοῦτο γένος τῶν συμπτωμάτων, ἤτοι καπνώδους, ἢ ὀξώδους, ἢ βρομώδους, ἢ ἰχθυώδους, ἤ τινος ἑτέρας τοιαύτης ποιότητος ἐξοζούσης τῆς ἐρυγῆς. κατὰ δὲ τὰς γευστὰς διαφορὰς αὐτῷ τῷ κάμνοντι τεκμαίρεται τὰ συμπτώματα.
     συνώνυμα: ἐρευγμός, ἔρευγμα, ἔρυγμα, ἐρυγμός, λατινικά eructatio

Συγγενικά

επεξεργασία