Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐρυγγάνω < λείπει η ετυμολογία

ἐρυγγάνω αττικός τύπος του ἐρεύγομαι, λατινικά eructare

  1. ρεύομαι
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De diaeta, 3.76, @scaife.perseus
    Ἄλλοι δέ τινες τοιάδε πάσχουσιν, ἀχροοῦσι τὴν ὄψιν, καὶ, ὅκόταν φάγωσιν, ἐρυγγάνουσιν ὀλίγον ὕστερον ὀξέα, καὶ ἐς τὰς ῥῖνας ἀνέρπει τὸ ὀξύ.
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 523 (521-523)
    ΚΥ. ὁ Βάκχιος δὲ τίς; θεὸς νομίζεται; | ΟΔ. μέγιστος ἀνθρώποισιν ἐς τέρψιν βίου. | ΚΥ. ἐρυγγάνω γοῦν αὐτὸν ἡδέως ἐγώ.
    ΚΥΚ. Και ποιός είν᾽ ο Διόνυσος; Είν᾽ τίποτα θεός; | ΟΔΥ. Μάλιστα: είν᾽ ο πιο σπουδαίος για την ευτυχία μας. | ΚΥΚ. Μια φορά, έχει χάρμα γεύση άμα τονε ρεύεσαι.
    Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
     συνώνυμα: ἐρυγιάζομαι, ἐρυγάω, ἐρεύγω,ἐρυγμέω
  2. (μεταφορικά) φλυαρώ, φωνάζω