Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐρριμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἐρριμμέν
ος
ἡ
ἐρριμμέν
η
τὸ
ἐρριμμέν
ον
γενική
τοῦ
ἐρριμμέν
ου
τῆς
ἐρριμμέν
ης
τοῦ
ἐρριμμέν
ου
δοτική
τῷ
ἐρριμμέν
ῳ
τῇ
ἐρριμμέν
ῃ
τῷ
ἐρριμμέν
ῳ
αιτιατική
τὸν
ἐρριμμέν
ον
τὴν
ἐρριμμέν
ην
τὸ
ἐρριμμέν
ον
κλητική
ὦ
!
ἐρριμμέν
ε
ἐρριμμέν
η
ἐρριμμέν
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἐρριμμέν
οι
αἱ
ἐρριμμέν
αι
τὰ
ἐρριμμέν
ᾰ
γενική
τῶν
ἐρριμμέν
ων
τῶν
ἐρριμμέν
ων
τῶν
ἐρριμμέν
ων
δοτική
τοῖς
ἐρριμμέν
οις
ταῖς
ἐρριμμέν
αις
τοῖς
ἐρριμμέν
οις
αιτιατική
τοὺς
ἐρριμμέν
ους
τὰς
ἐρριμμέν
ᾱς
τὰ
ἐρριμμέν
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἐρριμμέν
οι
ἐρριμμέν
αι
ἐρριμμέν
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἐρριμμέν
ω
τὼ
ἐρριμμέν
ᾱ
τὼ
ἐρριμμέν
ω
γεν-δοτ
τοῖν
ἐρριμμέν
οιν
τοῖν
ἐρριμμέν
αιν
τοῖν
ἐρριμμέν
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λελυμένος'
όπως «
λελυμένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ἐρριμμένος, -η, -ον
μετοχή
μεσοπαθητικού
παρακειμένου
(
ἔρριμμαι
)
του ρήματος
ῥίπτω
νέα ελληνικά
:
ριγμένος
Εκφράσεις
επεξεργασία
λίθοι καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος ἀτάκτως ἐρριμμένα