γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐρριμμένος ἐρριμμένη τὸ ἐρριμμένον
      γενική τοῦ ἐρριμμένου τῆς ἐρριμμένης τοῦ ἐρριμμένου
      δοτική τῷ ἐρριμμέν τῇ ἐρριμμέν τῷ ἐρριμμέν
    αιτιατική τὸν ἐρριμμένον τὴν ἐρριμμένην τὸ ἐρριμμένον
     κλητική ! ἐρριμμένε ἐρριμμένη ἐρριμμένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐρριμμένοι αἱ ἐρριμμέναι τὰ ἐρριμμέν
      γενική τῶν ἐρριμμένων τῶν ἐρριμμένων τῶν ἐρριμμένων
      δοτική τοῖς ἐρριμμένοις ταῖς ἐρριμμέναις τοῖς ἐρριμμένοις
    αιτιατική τοὺς ἐρριμμένους τὰς ἐρριμμένᾱς τὰ ἐρριμμέν
     κλητική ! ἐρριμμένοι ἐρριμμέναι ἐρριμμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐρριμμένω τὼ ἐρριμμέν τὼ ἐρριμμένω
      γεν-δοτ τοῖν ἐρριμμένοιν τοῖν ἐρριμμέναιν τοῖν ἐρριμμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἐρριμμένος, -η, -ον

Εκφράσεις

επεξεργασία