ἐπίτρομος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἐπίτρομος < ἐπί- + αρχαία ελληνική τρόμος / τρέμω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ἐπίτρομος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ο έντρομος, ο φοβισμένος, ο τρομαγμένος
- ※ ἢ φοβερὰ γινομένη, ὅ ἐστι ἐπίτρομος. (Scholia recentiora (νεότερα σχόλια), 78, για την τραγωδία Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας του Αισχύλου)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ἐπίτρομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.