ἐπίτρομος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπίτρομος | τὸ | ἐπίτρομον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐπιτρόμου | τοῦ | ἐπιτρόμου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐπιτρόμῳ | τῷ | ἐπιτρόμῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπίτρομον | τὸ | ἐπίτρομον | ||
κλητική ὦ! | ἐπίτρομε | ἐπίτρομον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπίτρομοι | τὰ | ἐπίτρομᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐπιτρόμων | τῶν | ἐπιτρόμων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπιτρόμοις | τοῖς | ἐπιτρόμοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπιτρόμους | τὰ | ἐπίτρομᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἐπίτρομοι | ἐπίτρομᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιτρόμω | τὼ | ἐπιτρόμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιτρόμοιν | τοῖν | ἐπιτρόμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπίτρομος < ἐπί- + αρχαία ελληνική τρόμος / τρέμω
Επίθετο
επεξεργασίαἐπίτρομος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ο έντρομος, ο φοβισμένος, ο τρομαγμένος
- ※ ἢ φοβερὰ γινομένη, ὅ ἐστι ἐπίτρομος. (Scholia recentiora (νεότερα σχόλια), 78, για την τραγωδία Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας του Αισχύλου)
Πηγές
επεξεργασία- ἐπίτρομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .