ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπίτρομος τὸ ἐπίτρομον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπιτρόμου τοῦ ἐπιτρόμου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπιτρόμ τῷ ἐπιτρόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπίτρομον τὸ ἐπίτρομον
     κλητική ! ἐπίτρομε ἐπίτρομον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπίτρομοι τὰ ἐπίτρομ
      γενική τῶν ἐπιτρόμων τῶν ἐπιτρόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπιτρόμοις τοῖς ἐπιτρόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπιτρόμους τὰ ἐπίτρομ
     κλητική ! ἐπίτρομοι ἐπίτρομ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιτρόμω τὼ ἐπιτρόμω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιτρόμοιν τοῖν ἐπιτρόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπίτρομος < ἐπί- + αρχαία ελληνική τρόμος / τρέμω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐπίτρομος, -ος, -ον