ἐντερόμφαλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐντερόμφαλος | οἱ | ἐντερόμφαλοι |
γενική | τοῦ | ἐντερομφάλου | τῶν | ἐντερομφάλων |
δοτική | τῷ | ἐντερομφάλῳ | τοῖς | ἐντερομφάλοις |
αιτιατική | τὸν | ἐντερόμφαλον | τοὺς | ἐντερομφάλους |
κλητική ὦ! | ἐντερόμφαλε | ἐντερόμφαλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐντερομφάλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐντερομφάλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐντερόμφαλος < ἐντερόμφαλ(ον) + -ος < ἐντερ- + -όμφαλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐντερόμφαλος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (ιατρική) που πάσχει από εντεροκήλη και ομφαλοκήλη
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐντερόμφαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.