Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐντερόμφαλος οἱ ἐντερόμφαλοι
      γενική τοῦ ἐντερομφάλου τῶν ἐντερομφάλων
      δοτική τῷ ἐντερομφάλ τοῖς ἐντερομφάλοις
    αιτιατική τὸν ἐντερόμφαλον τοὺς ἐντερομφάλους
     κλητική ! ἐντερόμφαλε ἐντερόμφαλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐντερομφάλω
γεν-δοτ τοῖν  ἐντερομφάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐντερόμφαλος < ἐντερόμφαλ(ον) + -ος < ἐντερ- + -όμφαλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐντερόμφαλος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία