Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐλλοχῶν ἐλλοχῶσ τὸ ἐλλοχῶν
      γενική τοῦ ἐλλοχῶντος τῆς ἐλλοχώσης τοῦ ἐλλοχῶντος
      δοτική τῷ ἐλλοχῶντ τῇ ἐλλοχώσ τῷ ἐλλοχῶντ
    αιτιατική τὸν ἐλλοχῶντ τὴν ἐλλοχῶσᾰν τὸ ἐλλοχῶν
     κλητική ! ἐλλοχῶν ἐλλοχῶσ ἐλλοχῶν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐλλοχῶντες αἱ ἐλλοχῶσαι τὰ ἐλλοχῶντ
      γενική τῶν ἐλλοχώντων τῶν ἐλλοχωσῶν τῶν ἐλλοχώντων
      δοτική τοῖς ἐλλοχῶσῐ(ν) ταῖς ἐλλοχώσαις τοῖς ἐλλοχῶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἐλλοχῶντᾰς τὰς ἐλλοχώσᾱς τὰ ἐλλοχῶντ
     κλητική ! ἐλλοχῶντες ἐλλοχῶσαι ἐλλοχῶντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐλλοχῶντε τὼ ἐλλοχώσ τὼ ἐλλοχῶντε
      γεν-δοτ τοῖν ἐλλοχώντοιν τοῖν ἐλλοχώσαιν τοῖν ἐλλοχώντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τιμῶν' όπως «τιμῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ἐλλοχῶν

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • και στην καθαρεύουσα
    ※  Δὲν ἔφευγεν ὅμως· ἔμενεν εἰς τὴν θέσιν του ἐλλοχῶν ἐμὲ καὶ […] ἐπεχείρει τρομακτικὴν ἔφοδον κατὰ τοῦ ἀκουστικοῦ μου τυμπάνου […] (Χαράλαμπος Άννινος, Ἀττικαί ἡμέραι)