Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐλλοχάω < (ἐν) ἐλ- + λόχ(ος) + -άω

ἐλλοχάω-ἐλλοχῶ

  1. καραδοκώ, παραμονεύω
    ※  1ος αιώνας κε Φίλων ο Ιουδαίος, De Specialibus Legibus (lib. i‑iv) Book 1 Chapter 270 (1.270) @scaife.perseus
    ὅτῳ δ’ ἐγκάθηνται καὶ ἐλλοχῶσιν αἱ πλεονεξίαι κ·αὶ ἐπιθυμίαι τῶν ἀδικιῶν,
  2. στήνω ενέδρα, ενεδρεύω

Συγγενικά

επεξεργασία