ἐκπνοή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐκπνοή | αἱ | ἐκπνοαί |
γενική | τῆς | ἐκπνοῆς | τῶν | ἐκπνοῶν |
δοτική | τῇ | ἐκπνοῇ | ταῖς | ἐκπνοαῖς |
αιτιατική | τὴν | ἐκπνοήν | τὰς | ἐκπνοᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἐκπνοή | ἐκπνοαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκπνοᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐκπνοαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἐκπνοή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἐκπνοή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐκπνοή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.