Δείτε επίσης: εκπνοή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐκπνοή αἱ ἐκπνοαί
      γενική τῆς ἐκπνοῆς τῶν ἐκπνοῶν
      δοτική τῇ ἐκπνο ταῖς ἐκπνοαῖς
    αιτιατική τὴν ἐκπνοήν τὰς ἐκπνοᾱ́ς
     κλητική ! ἐκπνοή ἐκπνοαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐκπνοᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐκπνοαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐκπνοή < ἐκπνέω < ἐκ- + πνέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pnew- (πνέω, αναπνέω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐκπνοή θηλυκό

  1. εκπνοή
  2. θάνατος
  3. ατμός
  4. (ελληνιστική σημασία) τρύπα αερισμού