Ἀσσύριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἈσσύριος, -α, -ον
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος της Ασσυρίας (Ἀσσυρία)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Ἀσσυρία
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀσσύριος | οἱ | Ἀσσύριοι |
γενική | τοῦ | Ἀσσυρίου | τῶν | Ἀσσυρίων |
δοτική | τῷ | Ἀσσυρίῳ | τοῖς | Ἀσσυρίοις |
αιτιατική | τὸν | Ἀσσύριον | τοὺς | Ἀσσυρίους |
κλητική ὦ! | Ἀσσύριε | Ἀσσύριοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀσσυρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀσσυρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ἀσσύριος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Ἀσσύριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- J-S Balzat, R. W. V. Catling, É. Chiricat and F. Marchand 2014 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.B: Coastal Asia Minor. Caria to Cilicia, Oxford: Oxford University Press