→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄφλεβος τὸ ἄφλεβον
      γενική τοῦ/τῆς ἀφλέβου τοῦ ἀφλέβου
      δοτική τῷ/τῇ ἀφλέβ τῷ ἀφλέβ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄφλεβον τὸ ἄφλεβον
     κλητική ! ἄφλεβε ἄφλεβον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄφλεβοι τὰ ἄφλεβ
      γενική τῶν ἀφλέβων τῶν ἀφλέβων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀφλέβοις τοῖς ἀφλέβοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀφλέβους τὰ ἄφλεβ
     κλητική ! ἄφλεβοι ἄφλεβ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀφλέβω τὼ ἀφλέβω
      γεν-δοτ τοῖν ἀφλέβοιν τοῖν ἀφλέβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄφλεβος < αρχαία ελληνική ἀ- + φλέψ

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄφλεβος, -ος, -ον

Άλλες μορφές

επεξεργασία