ἄφλεβος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄφλεβος | τὸ | ἄφλεβον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀφλέβου | τοῦ | ἀφλέβου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀφλέβῳ | τῷ | ἀφλέβῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄφλεβον | τὸ | ἄφλεβον | ||
κλητική ὦ! | ἄφλεβε | ἄφλεβον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄφλεβοι | τὰ | ἄφλεβᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀφλέβων | τῶν | ἀφλέβων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀφλέβοις | τοῖς | ἀφλέβοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀφλέβους | τὰ | ἄφλεβᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄφλεβοι | ἄφλεβᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀφλέβω | τὼ | ἀφλέβω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀφλέβοιν | τοῖν | ἀφλέβοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄφλεβος < αρχαία ελληνική ἀ- + φλέψ
Επίθετο
επεξεργασίαἄφλεβος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που δεν έχει (ορατές) φλέβες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἄφλεβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.