Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄρταμος οἱ ἄρταμοι
      γενική τοῦ ἀρτάμου τῶν ἀρτάμων
      δοτική τῷ ἀρτάμ τοῖς ἀρτάμοις
    αιτιατική τὸν ἄρταμον τοὺς ἀρτάμους
     κλητική ! ἄρταμε ἄρταμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρτάμω
γεν-δοτ τοῖν  ἀρτάμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄρταμος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄρταμος, -ου αρσενικό

  1. (επάγγελμα) σφαγέας, χασάπης, μάγειρας
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 2, 2.4 @scaife.perseus
    καὶ ὁ ἄρταμος οἰόμενος αὐτὸν οὐδὲν ἔτι δεῖσθαι ὄψου, ᾤχετο παραφέρων πρὶν λαβεῖν αὐτὸν ἕτερον.
  2. (μεταφορικά) φονιάς
    ※  4ος/3ος↑ αιώνας Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς, Ἀλεξάνδρα, 797, @scaife.perseus
    κέλωρ δὲ πατρὸς ἄρταμος κληθήσεται,
    ※  4ος/3ος↑ αιώνας Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς, Ἀλεξάνδρα, 236, @scaife.perseus
    ᾧ δὴ πιθήσας στυγνὸς ἄρταμος τέκνων,

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία